- ομόνυμφος
- ὁμόνυμφος, -ον (Α)συγγενής εξ αγχιστείας, από γάμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό-νυμφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμονύμφοις — ὁμόνυμφος allied by marriage masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμονύμφῳ — ὁμόνυμφος allied by marriage masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek